- κλαυθμών
- κλαυθμώνplace of weepingmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλαυθμών — ο (AM κλαυθμών, ῶνος) τόπος όπου κλαίνε, τόπος θρήνου και κλάματος («καὶ παρέσῃ αὐτοῑς πλησίον τοῡ κλαυθμῶνος», ΠΔ) νεοελλ. φρ. 1. «πλατεία Κλαυθμώνος» κεντρική πλατεία τής Αθήνας 2. «κοιλάδα τού κλαυθμώνος» η κόλαση μσν. κλάμα, θρήνος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
κλαυθμῶν — κλαυθμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαυθμῶνα — κλαυθμών place of weeping masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαυθμῶνες — κλαυθμών place of weeping masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαυθμῶνος — κλαυθμών place of weeping masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαυθμῶσι — κλαυθμών place of weeping masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… … Dictionary of Greek
ԼԱԼԱՏԵՂ — (ի.) NBH 1 0877 Chronological Sequence: Early classical, 12c գ. ԼԱԼԱՏԵՂ ԼԱԼԵՏՂ. որ եւ ԼԱԼՕՆՔ. κλαυθμών . տեղի լալեաց. ուր լեալ իցէ ողբ. *Որպէս ասաց առ նոսին հրեշտակն ʼի լալատեղն. Լմբ. սղ.: *Ել հրեշտակն ʼի գաղդաղայ ʼի լալետեղն եւ ʼի բեթէլ. Դատ. ՟Բ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԼԱԼԵՏՂ — (ետեղ.) NBH 1 0877 Chronological Sequence: Early classical, 12c գ. ԼԱԼԱՏԵՂ ԼԱԼԵՏՂ. որ եւ ԼԱԼՕՆՔ. κλαυθμών . տեղի լալեաց. ուր լեալ իցէ ողբ. *Որպէս ասաց առ նոսին հրեշտակն ʼի լալատեղն. Լմբ. սղ.: *Ել հրեշտակն ʼի գաղդաղայ ʼի լալետեղն եւ ʼի բեթէլ. Դատ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԼԱԼՕՆՔ — (ից.) NBH 1 0877 Chronological Sequence: Early classical, 11c գ. Որպէս Լալիւն. (գրի եւ ԼԱԼՈՒՆՔ.) κλαυθμός. *Պարծանս համարին զլալօնս եւ զաղաղակս: Պատիւ մեռելոյն ոչ են լալօնք եւ աղաղակք. Ոսկ. յհ. ՟Բ. 16: Եւ որպէս Լալետղ, կամ տեղի լալեաց. լացք.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)